- μυριαγωγοῖς
- μυριαγωγέωcarrypres opt act 2nd sg (attic epic doric)μυριαγωγόςcarryingmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυριαγωγός — μυριαγωγός, όν (Α) 1. αυτός που περιέχει ή μεταφέρει μύρια, δηλ. δέκα χιλιάδες μετρικές μονάδες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυριαγωγός (ενν. ναῡς) το πλοίο που μπορεί να περιλάβει δέκα χιλιάδες μετρικές μονάδες («ὁ δὲ Τάγος... ἔχει βάθος μέγα, ὥστε… … Dictionary of Greek